ξεφτίζω

ξεφτίζω
ξεφτίζω, ξέφτισα, ξεφτισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. ξεφτάω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεφτίζω — βλ. ξεφτώ …   Dictionary of Greek

  • ξεφτίζω — ξέφτισα, ξεφτίστηκα, ξεφτισμένος 1. μτβ., ξηλώνω τις άκρες υφάσματος: Ξέφτισα το εργόχειρο, στις άκρες, για να σχηματιστούν κρόσσια. 2. αμτβ., φθείρομαι, ξεϋφαίνομαι: Ξέφτισαν τα χαλιά μας από την πολλή χρήση. 3. μτφ., παρακμάζω, χρεοκοπώ ηθικά:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέφτισμα — και ξέφτυσμα, το [ξεφτίζω / ξεφτύζω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεφτίζω, η φθορά, η τριβή τής άκρης τού υφάσματος και η δημιουργία ξεφτιών 2. μτφ. πνευματικός, ηθικός ή οικονομικός ξεπεσμός, φθορά, παρακμή, χρεωκοπία …   Dictionary of Greek

  • ξεφτώ — άω και ξεφτίζω και ξεφτύζω 1. (σχετικά με ενδύματα) χαλώ την ύφανση στην άκρη τού υφάσματος ώστε να μείνουν ξέφτια 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση, αποκτώ ξεφτίδια 3. (για αντικείμενα) χάνω το επίχρισμά μου 4. χάνω την αξία μου, χρεωκοπώ,… …   Dictionary of Greek

  • τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… …   Dictionary of Greek

  • ξέφτισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεφτίζω, τριβή, ξεΰφανση υφάσματος. 2. χρεοκοπία ηθική, παρακμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεφτώ — βλ. ξεφτίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεϋφαίνω — ξεΰφανα, χαλνώ, ξεφτίζω, ξηλώνω ύφασμα: Όμοια τα πολύτιμα παντοτινά μαγνάδια..., που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα και χρόνια δεν τα φθείρουν (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”